- προλαζυμαι
- προλάζυμαιπρο-λάζῠμαι(только praes.) предвосхищать, предвкушать
(τῆς ἡδονῆς Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς ἡδονῆς Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προλάζυμαι — receive beforehand pres ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλάζυμαι — Α (ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαι («προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι «λαμβάνω»] … Dictionary of Greek